Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

γκρίζα) μαλλιά

См. также в других словарях:

  • ολιγοπόλιος — ὀλιγοπόλιος, ον (Α) αυτός που έχει αραιά γκρίζα μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + πολιός «γκρίζος»] …   Dictionary of Greek

  • ραντομάλλης — ο, Ν αυτός που έχει γκρίζα μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ραντός «αυτός που έχει λευκές ρανίδες» + μάλλης (< μαλλί), πρβλ. μαυρο μάλλης] …   Dictionary of Greek

  • υποπόλιος — ον, ΜΑ (για πρόσ.) αυτός που έχει κάπως γκρίζα μαλλιά, που άρχισε να ασπρίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πολιός «γκρίζος, φαιός»] …   Dictionary of Greek

  • ψαρής — ιά, ί, και ψαρύς, ιά, ύ, Ν 1. (για πρόσ.) αυτός που έχει γκρίζα μαλλιά, ψαρός 2. (για ζώα και κυρίως για άλογα) αυτός που έχει τρίχωμα γκρίζου χρώματος 3. το αρσ. ως ουσ. ο ψαρής το γκρίζο άλογο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψαρός* (< ψάρ «είδος πουλιού») +… …   Dictionary of Greek

  • γκριζομάλλης, -α, -ικο — αυτός που έχει γκρίζα μαλλιά, ψαρομάλλης: Ο πατέρας μου είναι γκριζομάλλης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • γκρίζος — α, ο 1. σταχτής («γκρίζα ρούχα ή μαλλιά») 2. το ουδ. εν. ως ουσ. το γκρίζο το γκρι χρώμα 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα γκρίζα τα γκρι ρούχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. grigio] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»